- Μαγιάπριλο
- το1. το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνει τους δύο μήνες Απρίλη, Μάη, ο Απριλομάης.2. (ποιητ.), η Άνοιξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγιάπριλο — το 1. η εποχή που περιλαμβάνει τους μήνες Μάιο και Απρίλιο, αλλ. απριλομάης 2. (ποιητ.) η άνοιξη 3. φρ. «τα μαγιάπριλα τής ζωής» το λυκαυγές τής ζωής, η νεότητα, η νεανική ηλικία … Dictionary of Greek